- κονδυλώδης
- -ες (Α κονδυλώδης, -ώδες) [κόνδυλος]αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, κονδυλοειδής, διογκωμένοςνεοελλ.1. (για φυτά) κονδυλόρριζος2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κονδυλώδης — knobby masc/fem acc pl (attic epic doric) κονδυλώδης knobby masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κονδυλώδης knobby masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδυλώδει — κονδυλώδης knobby masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κονδυλώδης knobby masc/fem/neut dat sg κονδυλώδεϊ , κονδυλώδης knobby dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδυλώδη — κονδυλώδης knobby neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κονδυλώδης knobby masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κονδυλώδης knobby masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδυλῶδες — κονδυλώδης knobby masc/fem voc sg κονδυλώδης knobby neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδυλώδεις — κονδυλώδης knobby masc/fem acc pl κονδυλώδης knobby masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδυλώδους — κονδυλώδης knobby masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αγάπανθος — (agapanthus).Ποώδη φυτά της νότιας Αφρικής που ανήκουν στην οικογένεια των λιλιιδών. Τα φύλλα τους είναι ταινιόμορφα. Τα άνθη έχουν χρώμα μπλε, βαθυκόκκινο μπλε ή άσπρο και βρίσκονται στην κορυφή ενός στελέχους. H ρίζα είναι σαρκώδης ή κονδυλώδης … Dictionary of Greek
κονδυλοειδής — ές (Α κονδυλοειδής, ες) αυτός που έχει μορφή κονδύλου, κονδυλώδης, εξογκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + είδης*] … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek